- φιλοχρήματος
- -η, -ο / φιλοχρήματος, -ον, ΝΜΑαυτός που αγαπά πάρα πολύ το χρήμα, φιλάργυρος, παραδόπιστοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχρήματονη φιλοχρηματία.επίρρ...φιλοχρημάτως Α1. με φιλοχρηματία2. φρ. «φιλοχρημάτως ἔχω» — είμαι φιλοχρήματος (Ισοκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -χρήματος (< χρῆμα, χρήματος), πρβλ. πολύ-χρήματος].
Dictionary of Greek. 2013.